Από το βιβλίο του ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ν. ΤΣΙΩΜΠΡΑ "ΤΑ ΝΑΜΑΤΑ (ΠΙΠΙΛΙΣΤΣΑ) ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ"

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40 – 41


Τέλος Αυγούστου του 1939 έγινε τοπική γενική επιστράτευση στη Δυτική Μακεδονία που κράτησε πάνω από 50 μέρες για προληπτικά μέτρα, γιατί οι Ιταλοί από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς είχαν καταλάβει ολόκληρη την Αλβανία και ο φόβος να επιτεθούν και στη χώρα μας ήταν άμεσος. Όταν όμως ο κίνδυνος αυτός πέρασε, γιατί η Ιταλία μας υποσχέθηκε ότι δεν πρόκειται να μας επιτεθεί, οι έφεδροι που επιστρατεύτηκαν, απολύθηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Δεν πέρασε όμως και πολύς καιρός και την επόμενη χρονιά το 1940 στις 15 Αυγούστου οι Ιταλοί μας τορπίλισαν στο λιμάνι της Τήνου το καταδρομικό μας πλοίο ΕΛΛΗ, για να δημιουργήσουν αφορμές να μας κηρύξουν τον πόλεμο. Η Ελλάδα όμως δεν αντέδρασε σε αυτήν την πρόκληση των Ιταλών, αλλά οι Ιταλία που είχε την πρόθεση να μας επιτεθεί και ζητούσε αφορμές, εκδήλωσε την πρόθεση της και στις 28 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς ζήτησε από την Ελλάδα να την επιτρέψει να περάσουν τα στρατεύματά της από τη χώρα μας για να κατέλθουν στις Αραβικές χώρες.
Η πατρίδα μας όμως απέρριψε το αίτημά τους και τους απάντησε με εκείνο το ηχηρό και περήφανο ΟΧΙ, που έγινε εθνικό σύμβολο. Οι Ιταλοί δεν περίμεναν καλά καλά να εκπνεύσει η προθεσμία για την απάντηση που περίμεναν. Και από τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου μας επιτέθηκαν και άρχισαν να εισέρχονται στο Ελληνικό έδαφος στην περιοχή Επταχώρι, Ζούζουλη, Σαμαρίνα. Την ίδια ώρα η καμπάνα του χωριού μας χτυπούσε ανυπόμονα καλώντας όλους τους νέους του χωριού μας, από αυτούς που μόλις είχαν απολυθεί από το στρατό και ήταν 22 χρονών μέχρι εκείνους που είχαν την ηλικία των 38 ετών.
Όλοι αυτοί οι νέοι του χωριού μας έτρεξαν προθυμότατα να καταταγούν στο στρατό, για να αντιμετωπίσουν την απειλή των Ιταλών που ήδη είχαν περάσει τα σύνορά μας. Το κάλεσμα βέβαια των έφεδρων στρατιωτών μας ήταν για όλους τους Έλληνες, οι οποίοι έτρεξαν όλοι με την ίδια προθυμία.
Εκεί κοντά στην προαναφερόμενη περιοχή τους πρόλαβαν οι ηρωικοί μας φαντάροι και μαζί με τους εκεί κληρωτούς μας που τους κρατούσαν πάση θυσία, ώσπου να φτάσουν οι έφεδροι μαζί τους. Έτρεψαν σε φυγή, όχι μόνο από το έδαφός μας αλλά μέχρι το Πόγραδετς της Αλβανίας που απέχει 50 χιλιόμετρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο αγώνας αυτός διεξήχθη μέσα στο Αλβανικό έδαφος το οποίο οι Ιταλοί κατείχαν από τις 7 Απριλίου του 1939 και διήρκεσε όλον τον χειμώνα και μέχρι τον Απρίλιο του 1941, οπότε οι σύμμαχοι των Ιταλών Γερμανοί που αντιλήφτηκαν την ήττα των συμμάχων τους, έτρεξαν σε βοήθεια τους με τα σύγχρονα όπλα που διέθεταν και τις σιδηρόφρακτες πολυάριθμες μεραρχίες τους, και μαζί οι δύο μεγάλοι σύμμαχοι, Ιταλοί και Γερμανοί, ανάγκασαν τον στρατό μας να υποχωρήσει και να γίνουν κύριοι των καταστάσεων τον Απρίλιο του 1941.
Από την εποχή εκείνη η πατρίδα μας μπήκε σε τριπλή κατοχή, γιατί εκτός από τους Γερμανούς και Ιταλούς, υπήρχε και ο τρίτος σύμμαχος οι Βούλγαροι που έλαβαν και αυτοί τη μερίδα του λέοντος, που έθεσαν στην κατοχή τους την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Παραθέτω στη συνέχεια τα ονόματα των παλικαριών του χωριού μας που έτρεξαν και πήραν μέρος στον άνισο αυτό αγώνα των Ιταλογερμανών και Βουλγάρων πάνω στα κακοτράχαλα και χιονοσκεπασμένα βουνά της Αλβανίας, αλλά και του Μπέλες. Και επειδή δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία για τους στρατολογημένους νέους του χωριού μας, θα τους αναφέρω όπως εγώ τους θυμάμαι με την ηλικία των δέκα ετών που είχα τότε και ζητώ από τους τυχόν αγνοούμενους μου την επιεική κρίση τους και τους ζητώ συγνώμη.


ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΩΝ ΝΕΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΤΟ 1940

Αφοί Νικ. Γκάτσου Απόστολος, Μιχάλης και Ιωάννης (κληρωτοί)

Αφοί Διαμ. Καραγιώργου, Γεώργιος, Θεοφάνης και Αλκιβιάδης (κληρωτός) Αφοί Πετρ. Δελαπάσχου, Γεώργιος και Δημήτριος

Αφοί Νικ. Γκάνα, Νικόλαος και Στέργιος

Αφοί Στερ. Μόζα, Δημήτριος και Ιωάννης

Αφοί Ιωάν. Μπαρτζώκα, Μελάς και Γεώργιος

Αφοί Μιχάλη Παράσχου, Δημήτριος, Παναγιώτης και Ιωάννης

Αφοί Ιωάννη Παπαθωμά, Δημήτριος και Κων/νος

Αφοί Αποστ. Ρουκά, Κων/νος και Αθανάσιος

Αφοί Ιωάννη Ρουκά, Απόστολος και Γεώργιος

Αφοί Νικ. Ρουκά, Γεώργιος και Νικόλαος

Αφοί Νικ. Τσιάρα, Μιχάλης και Σταμούλης

Αφοί Δημ. Τσιάρα Κων/νος και Αθανάσιος

Αφοί Ζήση Χαλδούπη, Κων/νος και Γεώργιος

Γκάτσος Νικόλαος του Αλεξίου

Γκάτσος Νικόλαος του Αποστόλου (Τότσης)

Γκάτσος Νικόλαος του Γεωργίου (Καραμπής)

Γκάτσος Νικόλαος του Ιωάννη (Λιώνας)

Γούλας Δημήτριος του Νικολάου

Γούλας Γεώργιος του Στεργίου

Γούλας ή Μητράκος Κων/νος του Γεωργίου

Γεωργαλάς Χρήστος του Ιωάννη

Διαμάντης Απόστολος του Γεωργίου

Δημάκης Ιωάννης του Αποστόλου

Δελαπάσχος Ιωάννης τους Κων/νου

Ζαλοκώστας Ιωάννης του Κων/νου

Κόλης Κων/νος του Νικολάου

Κόλης Ζήσης του Θωμά

Καραγιώργος Γεώργιος του Νικολάου

Κουρκούτας Δημήτριος του Νικολάου

Λιάλιος Αθανάσιος του Δημητρίου

Λόλας Κων/νος του Ζήση

Μπαρτζώκας Ιωάννης του Μιχάλη

Μπαρτζώκας Ιωάννης του Κων/νου

Μπαρτζώκας Ζήσης του Στεργίου

Μπαρτζώκας Νικόλαος του Αναστασίου Μπαρτζώκας ή Τσιώμπρας Γεώργιος του Μιχάλη Μασούρας Ιωάννης του Νικολάου

Μπέλλος Κων/νος του Στεργίου

Μάρτος Νικόλαος του Μάρκου

Μπουζμπούκης ή Κασιούλης Ιωάννης του Στεργίου

Πατσίκας Ζήσης του Χρήστου

Παπαστέργιος Κων/νος του Στεργίου

Ρουκάς Στέργιος του Κων/νου

Ρουκάς Κων/νος του Γεωργίου

Ρουκάς Ιωάννης του Αποστόλου

Σιλιάφης Ιωάννης του Κων/νου

Σοφολόγης Σπύρος του Στεργίου

Τσέλας ή Κωνσταντούλας Γεώργιος του Κων/νου

Από τους παραπάνω 68 επιστρατευθέντες νέους του χωριού μας τον Απρίλιο του 1941 επέστρεψαν στο χωριό μας οι 66. Δύο έμεναν για πάντα σε κάποια από τα Αλβανικά βουνά, για να φυλάνε Θερμοπύλες. Αυτοί ήταν οι: Ρουκάς Κων/νος του Νικολάου 34 ετών και ο Γούλας Γεώργιος του Στεργίου 23 ετών.
Από τον Απρίλιο του 1941 που πάτησε το πόδι των κατοχικών στρατευμάτων στη χώρα μας, ο τόπος μας μπήκε στην τριπλή κατοχή και τα δεινά δεν άργησαν και πολύ να φανούν, γιατί από το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς άρχισαν οι επιτάξεις της καλοκαιρινής σοδιάς, προπαντός στα αγροτικά προϊόντα από τα στρατεύματα κατοχής, που δημιούργησαν στον Ελληνικό λαό τη μεγάλη πείνα με τις χιλιάδες θανάτους εξαιτίας της. Λεπτομερής περιγραφή ακολουθεί στις παρακάτω σελίδες.

 ΙΤΑΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 

Πριν από το 1940 είχαν συσσωρευτεί στην Ελληνική κοινωνία αντιθέσεις κοινωνικές, πολιτικές ιδεολογίες και ξέσπασαν όταν διαλύθηκε το κράτος με αιτιολογία την Εθνική αντίσταση και απελευθέρωση από τους ιταλογερμανούς κατακτητές.
Όπως αναφέραμε και αλλού, το 1935 την 1 Μαρτίου Βενιζελικοί αξιωματικοί έκαναν κίνημα για να καταλάβουν την εξουσία που την περίοδο εκείνη κατείχαν οι αντιβενιζελικοί (Λαϊκό κόμμα). Το κίνημα όμως απέτυχε και πολλοί από τους κινηματίες συνελήφθησαν, δικάστηκαν από τα στρατοδικεία και καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές και τρεις από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Αυτοί ήταν οι αντιστράτηγοι Παπούλας και Κοιμίσης και ο Ίλαρχος Βολάνης. Πολλοί άλλοι καθαιρέθηκαν από το αξίωμα όπως ο Στ. Σαράφης, ο Ναπ. Ζέρβας, ο Ψαρός και πολλοί άλλοι οι οποίοι απελάθηκαν από το στράτευμα πάνω από χίλιους.
Ένα χρόνο μετά την 4η Αυγούστου 1936 κηρύχτηκε δικτατορία την οποία δημιούργησε ο Βασιλιάς μαζί με τον πρωθυπουργό Μεταξά, και για δικαιολογία επικαλέσθηκαν όπως πάντα τον κομμουνιστικό κίνδυνο, κηρύσσοντας συγχρόνως και το στρατιωτικό νόμο. Για να στηρίξουν τη δικαιολογία τους συνέλαβαν χιλιάδες κομμουνιστές αλλά και πολλούς φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς και πολίτες και τους εξόρισαν στα ξερονήσια του Αιγαίου.
Το 1941 που έγινε η κατοχή από τα ιταλογερμανικά στρατεύματα και το κράτος διαλύθηκε, οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και οι εξόριστοι γύρισαν στα σπίτια τους και με την ευκαιρία δημιούργησαν διάφορες ανταρτικές οργανώσεις να ελευθερώσουν δήθεν τον τόπο από τους κατακτητές.
Οι δυο πρώτες και μεγάλες οργανώσεις ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη, αυτή του κομμουνιστικού κόμματος που ονομάστηκε ΕΑΜ – ΕΛΛΑΣ δηλαδή «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός» και με τις παραπάνω λέξεις το Κ.Κ.Ε προσπάθησε να παραπλανήσει τον Ελληνικό λαό και να ταχθεί με το μέρος του, πράγμα που κατά ένα μεγάλο μέρος κατόρθωσε να πετύχει.
Σκοπός τους όμως δεν ήταν η απελευθέρωση, αλλά άλλος, δηλαδή όταν η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν από τα στρατεύματα κατοχής, να είναι οι κύριοι της καταστάσεως που θα άρπαζαν την εξουσία στα χέρια τους και με την ευκαιρία θα καλούσαν τους βασιλομεταξικούς να δώσουν λόγο των πράξεών τους.
Πολλοί ήταν αυτοί που έτρεξαν να τους πλαισιώσουν και όταν αντιλήφθηκαν το σκοπό τους ήταν πλέον αργά, και έτσι παρέμειναν κοντά τους χωρίς να το θέλουν, για να πληρώσουν τα σπασμένα αργότερα όταν δεν θα είχε πετύχει ο σκοπός των αφεντικών τους και θα γίνονταν η λεία και τα θύματα της Δεξιάς.
Θα ήταν όμως μεγάλη παράλειψη και αδικία το να μην αναγνωρίσουμε πως χωρίς την παρουσία αυτών των οργανώσεων, τα στρατεύματα κατοχής θα προέβαιναν σε επιστρατεύσεις Ελλήνων πολιτών και ούτε θα απασχολούσαν τόσες πολλές μεραρχίες στρατού στον τόπο μας, όπως συνέβη σε άλλα κράτη της κατοχής τους, και ίσως τα αποτελέσματα του πολέμου να έπαιρναν διαφορετικό δρόμο από αυτόν που πήραν.
Άλλη αξιόλογη οργάνωση ήταν ο Ε.Δ.Ε.Σ. (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Αυτή η οργάνωση ήταν καθαρή Δημοκρατική και αντικομμουνιστική, η οποία στο σύνολό της σχεδόν αποτελείτο από μόνιμους αξιωματικούς του Εθνικού στρατού. Καταπιεσμένοι και καταδιωκόμενοι από το καθεστώς της τετάρτης Αυγούστου, με στρατιωτικό αρχηγό τον απόστρατο συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα και πολιτικό αρχηγό τον αυτοεξόριστο τότε στη Νίκαια της Γαλλίας στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, δρούσε αποκλειστικά μόνον στην Ήπειρο και επιδίωκε και αυτή τους ίδιους στόχους με το ΕΑΜ δηλαδή την κατάληψη της εξουσίας. Αλλά με δημοκρατικό πολίτευμα, ήταν και άλλες πιο μικρές μη κομμουνιστικές οργανώσεις, όπως του συνταγματάρχη Δ. Ψαρού, του Κωστοπούλου που ήταν παρακλάδια του Ε.Δ.Ε.Σ., και πολλές άλλες που ήταν ασήμαντες, τις οποίες ο ΕΛΛΑΣ τις διέλυσε. Μια άλλη οργάνωση που αξίζει να την μνημονεύσουμε ήταν η Π.Α.Ο. που δρούσε στην Δυτική Μακεδονία και συνεργαζόταν και εξοπλιζόταν από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής και δρούσε ανάμεσα στα χωριά τους που αυτά ήταν κοντά σε Γερμανικές βάσεις και επιδίωκαν την εξόντωση του ΕΛΛΑΣ.
Καμία από τις παραπάνω οργανώσεις δεν μπόρεσε να επιβιώσει εκτός τον Ε.Δ.Ε.Σ. που ήταν καθηλωμένη στην περιοχή της Ηπείρου και της Π.Α.Ο που δρούσε μέσα στα χωριά της και κοντά στους Γερμανούς. Όλες οι άλλες καταπνίχτηκαν από τον ΕΛΛΑΣ, και μοναδική και κυρίαρχη (αντιστασιακή) οργάνωση σε ολόκληρη την Ελλάδα εκτός της περιοχή του Ε.Δ.Ε.Σ. και τις βάσεις των Γερμανών ήταν ο ΕΛΛΑΣ. Στις 2 Μαρτίου του 1943 στο Φαρδύκαμπο της Σιάτιστας οι αντάρτες του ΕΛΛΑΣ μαζί με τους γύρω χωρικούς και τους Σιατιστινούς, συλλαμβάνουν ολόκληρο Ιταλικό τάγμα με τον εξοπλισμό του, και λίγες μέρες αργότερα στις 8 Απριλίου ο ΕΛΛΑΣ δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Στον Αυγερινό του Τσοτυλίου, τμήμα του ΕΛΛΑΣ και ομάδων εφέδρων αξιωματικών 300 ανδρών περίπου συγκρούστηκαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν στη σύγκρουση αυτή από τον ΕΛΛΑΣ ο Γκαβανάς από το Ροδοχώρι και ο Μαυρομάτης από την Ομαλή, από την άλλη μεριά ο έφεδρος αξιωματικός Θεόδωρος Σιδηρόπουλος από τη Βροντή Βοίου. Μετά τη σύγκρουση το έκτατο στρατοδικείο του ΕΛΛΑΣ, στη Βουχωρίνα καταδίκασε σε θάνατο τους ταγματάρχες Μιλτιάδη Πόρτη και Μάντζιο, τον υπολοχαγό Μπολογιάννη και τον ανθυπασπιστή της χωροφυλακής Βασίλη Αγγελόπουλο, τους οποίους και εκτέλεσαν.
Την ίδια εποχή στη Σιάτιστα συνελήφθησαν από το Ε.Α.Μ. Σιατίστης πέντε άτομα όλοι Σιατιστινοί. Δικάστηκαν από το στρατοδικείο του Ε.Α.Μ. και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως συνεργάτες των Ιταλών. Στρατοδίκης ήταν κάποιος Μπαρμπασαράντης από κάποιο χωριό των Πιερίων (φορτηγατζής το επάγγελμα) και την ίδια μέρα οι κατάδικοι οδηγήθηκαν μέσω Εράτυρας από τους αρχικαπεταναίους Μπαρμπασαράντη και Τσιούκρα από το Μικρόκαστρο, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής του χωριού μας και εκεί δέκα μέτρα νοτιοανατολικά από τη σημερινή είσοδο του αυλόγυρου, που τότε υπήρχε ασβεστοκάμινο (ασβεσταριά) τους εκτέλεσαν 15 Μαρτίου 1943
Οι εκτελεσθέντες ήταν οι παρακάτω: Νιούσιας Θωμάς δικηγόρος μαζί με τον πατέρα του, Γκιολέκας Γεώργιος δικολάβος και ο γιος του Δημήτριος μαθητής γυμνασίου και ο Χατζηζήσης Κώστας δάσκαλος. Εκεί παρέμειναν τα πτώματα πέντε μέρες στη διάθεση των αγρόσκυλων γιατί κανένας δεν τόλμησε να τους θάψει, λόγω το ότι πάνω σε ένα πτώμα καρφίτσωσαν μια ταμπέλα που έγραφε «έτσι τιμωρούνται οι προδότες». Και μια νύχτα, πέντε μέρες μετά ήρθαν οι συγγενείς τους από τη Σιάτιστα και με φορείο τους μετέφεραν 500 μέτρα νοτιότερα και τους έθαψαν εκεί ομαδικά μέσα σε ένα ασβεστοκάμινο. Την επόμενη χρονιά ή την ίδια δεν θυμάμαι καλά, την ίδια όμως εποχή Μάρτης μήνας, στην τοποθεσία Ζώρο που είναι 200 μέτρα κάτω από την εκκλησία του χωριού μας, ΕΛΛΑΣΙΤΕΣ αντάρτες εκτέλεσαν 11 «προδότες» συνεργάτες δήθεν των Γερμανών από το χωριό Κορησό Καστοριάς. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν από τους χωριανούς μας, γιατί ήταν διάσπαρτα γύρω από ένα ασβεστοκάμινο, και σ’ αυτό τα θάψανε όλα μαζί.
Το 1943 24 Μαΐου στην τοποθεσία Καραμπάκο εκτέλεσαν τον γέρο - καπετάν Στέφο, Μακεδονομάχο που αναφέρουμε περί Μακεδονομάχων που τον μετέφεραν από το χωριό του της περιοχής Φλωρίνης και μαζί με το γιο του δευτεροετής της Σχολής Ευελπίδων που την εποχή εκείνη υπηρετούσε σαν αντάρτης στην ομάδα του καπετάν Μίχα του ΕΛΛΑΣ, τους εκτέλεσαν και τους δύο μαζί. Οι δύο παραπάνω υπήρξαν θύματα του ομοχώριου τους (καπετάν Βαγγέλη Σλόμποτα) κατά κόσμον Στράτος, κεντρικός καπετάνιος του ΕΛΛΑΣ. Το γιο του καπετάν Στέφου τον εκτέλεσαν μόνο και μόνο για να μην υπάρξουν διάδοχοι για αναζήτηση ευθύνης.
Την Τετάρτη 5 Απριλίου του 1944 οι αντάρτες του ΕΛΛΑΣ στην περιοχή της Κλεισούρας Καστοριάς, στη θέση Νταούλι συλλαμβάνουν και δολοφονούν δύο διερχόμενους από Καστοριά προς Αμύνταιο στρατιώτες Γερμανούς που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα και τους οποίους έκοψαν τα γεννητικά τους όργανα και τους τα έβαλαν στο στόμα. Όταν το έγκλημα αυτό έγινε γνωστό στις Γερμανικές αρχές, την ίδια στιγμή έσπευσαν στον τόπο του επεισοδίου με την ρητή διαταγή από την διοίκησή τους να μπουν στο διπλανό χωριό Κλεισούρα και να εκτελέσουν όσους συναντήσουν μπροστά τους σε ορισμένο χρόνο περί τις δύο ώρες.
Οι ενήλικοι που κατάλαβαν τις προθέσεις των Γερμανών εξαφανίστηκαν στα γύρω δάση, τα γυναικόπαιδα όμως και οι γέροι παρέμεναν στο χωριό με την ελπίδα πως δεν θα τους πειράξουν. Οι Γερμανοί όμως είχαν τη ρητή διαταγή να πυροβολούν και να σκοτώνουν τους πάντες και τα πάντα, μέχρι και τα μωρά από τις κούνιες τους. Ο απολογισμός των φονευθέντων Κλεισουργιωτών ήταν τρομακτικός. 215 άτομα εκτελέστηκαν μέσα στον καθορισμένο χρόνο που τους δόθηκε. Συγκεκριμένα 158 ήταν θήλεις και 57 άρρενες.
Αυτός είναι ο τραγικός απολογισμός εκείνης της ημέρας, και είναι οι μισοί κάτοικοι της Κλεισούρας, που έπεσαν υπέρ βωμών και εστιών της λεγόμενης «Εθνικής αντίστασης» και της κατοχής.
Δεν έμεινε Κλεισουργιώτικη οικογένεια που να μη θρηνήσει και κάποιο μέλος της, και πολλές και δύο και τρία και ακόμα ολόκληρες οικογένειες που ξεκληρίστηκαν. Υπάρχουν μέχρι σήμερα επιζώντες της τραγικής εκείνης μέρας που γλύτωσαν από τα φονικά γερμανικά όπλα, και θυμούνται το τραγικό θέαμα που αντύκρισαν, όταν μετά την αποχώρηση των Γερμανών επέστρεψαν στο χωριό από τα δάση που είχαν καταφύγει. Ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν πάθει σοκ και άλλοι που τους έμεινε ο τρομακτικός εφιάλτης σε όλη τους τη ζωή. Και όποιος από τους αναγνώστες αυτής της τραγικής εξιστόρησης μπορεί να έρθει έστω και με τη φαντασία του στη θέση εκείνων των τραγικών ανθρώπων, δεν χρειάζεται να πω εγώ περισσότερα.
Η Γερμανοιταλοβουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα κράτησε τριάμισι χρόνια. Στη διάρκεια της κατοχής και μέχρι τον Ιούλιο του 1943 στο χωριό μας δεν εμφανίστηκαν στρατεύματα κατοχής. Η πρώτη επιχείρηση από Γερμανούς στρατιώτες έγινε στις 28 Ιουλίου του 1943. Απόσπασμα Γερμανικού στρατού, αγνώστου αριθμού έκανε επιχείρηση ξεκινώντας από Πτολεμαΐδα και κατέλαβε τα χωριά Βλάστη, Σισάνι και Νάματα.
Αντάρτες του ΕΛΛΑΣ υπήρχαν πάρα πολλοί, προπάντων στη Βλάστη αλλά και στα Νάματα, χωρίς να προβάλουν αντίσταση κατά των Γερμανών. Τα Νάματα κατέλαβε ξεχωριστό απόσπασμα Γερμανών που ακολούθησαν το δρομολόγιο Πτολεμαΐδα Άρδασσα-Τσιλιμίγκα, πέρασαν τη Βασιλικιά, το Μπριάλαγκα και κατέληξαν πάνω από το χωριό στη ράχη Αλώνια. Στην απέναντι ράχη Κοντοκάπι ήταν οχυρωμένη δύναμη ανταρτών που στην εμφάνιση των Γερμανών από αυτούς, τους έβαλαν με ριπές οπλοπολυβόλου χωρίς να δημιουργήσουν καμιά απώλεια στους Γερμανούς. Το μόνο που κατόρθωσαν ήταν κάποια ριπή να περάσει κοντά από το άλογο στο οποίο επέβαινε ο Γερμανός αξιωματικός, με αποτέλεσμα το άλογο να τρομάξει (σκιαχτεί), να ρίξει κάτω το Γερμανό και αφηνιασμένο όπως ήταν, να τρέξει μπρός, προς το χωριό με κρεμασμένο το αυτόματο του Γερμανού στο σαμάρι του. Το άλογο μαζί και το όπλο κατέληξε στην πλατεία του χωριού. Εκείνη την ώρα στην εκκλησία ήταν μερικές γυναίκες και δυοτρεις άντρες γιατί ήταν μέρα Τετάρτη, αλλά η εκκλησία λειτουργούσε λόγω του ότι ο Κων/νος Παπαστέργιος έκανε σαρανταλείτουργο, γιατί είχε χειροτονηθεί παππάς. Οι γυναικός που άκουσαν τους πυροβολισμούς βγήκαν από την εκκλησία να δουν τι συμβαίνει και βλέπουν τότε το άλογο που από το σαμάρι του κρεμόταν ένα όπλο, έντρομες γύρισαν και μπήκαν πάλι μέσα στην εκκλησία και ανέφεραν στους άντρες το γεγονός. Αυτοί συμπέραναν πως το άλογο θα ήταν αντάρτικο, βγήκαν το’ πιασαν κατέβασαν το όπλο το κρύψανε κάπου μέσα στην εκκλησία και το άλογο το κυνήγησαν προς τη Ζώρο. Ο Γερμανός αξιωματικός με την διόπτρα του παρακολουθεί όλες αυτές τις κινήσεις και ύστερα από λίγη ώρα που κατέβηκαν στο χωριό και συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία μπόρεσαν και ξεχώρισαν όλους αυτούς που πήραν μέρος στην επιχείρηση με το άλογο.
Αυτοί ήταν η Αναστασία Παπαστεργίου, σύζυγος του ιερέα με την κόρη της Σουλτάνα και η Θωμαή Ζ. Γούλα. Τις κούρεψαν και τις τρεις με την ψιλή μηχανή.
Ξεχώρισαν και δυο άντρες, ο ένας ήταν ο Γεώργιος Π. Δελαπάσχος που δεν ήταν όμως αυτός και η επιλογή του ήταν λανθασμένη, (ήταν ο Κώστας Μαρκούσης), και ο άλλος ήταν ο Ζήσης (Γούλας) του Γιαννή, και δια του διερμηνέα τους, απείλησαν τους συγκεντρωμένους πως αν δεν βρεθεί το άλογο και το όπλο, θα κάψουν το χωριό και θα εκτελέσουν τους πρωταίτιους. Τότε οι χωριανοί τους υποσχέθηκαν πως αν αφήσουν δυο τρεις από αυτούς ελεύθερους θα ψάξουν να τα βρουν. Οι Γερμανοί συμφώνησαν και ελευθέρωσαν ορισμένους για να ψάξουν. Κάποιος που γνώριζε που είχαν κρύψει το όπλο και το άλογο, τους έδωσε να καταλάβουν που είναι κρυμμένα. Με μεγάλη προφύλαξη μπήκε ένας μέσα στην εκκλησία, πήρε το όπλο και στα γρήγορα πήδηξε το μαντρότοιχο του προαυλίου και έτρεξε προς τη Ζώρο που εκεί τον περίμεναν και οι άλλοι που στο μεταξύ είχαν βρει το άλογο. Κρέμασαν το όπλο στο σαμάρι του και ένας από αυτούς έτρεξε πίσω στους Γερμανούς και τους πληροφόρησε πως κάτω στη ρεματιά είναι ένα άλογο που στο σαμάρι του είναι κρεμασμένο ένα αυτόματο όπλο. Ο Γερμανός αξιωματικός διέταξε δυο στρατιώτες του να τρέξουν να το πάρουν.
Οι δυο στρατιώτες τρέξανε γρήγορα προς την κατεύθυνση που ήταν το άλογο. Βρήκαν τους δικούς μας που τους περίμεναν. Πιάσαν το άλογο που το είχαν αφήσει ελεύθερο οι δικοί μας αφού πρώτα κρέμασαν το όπλο τους στο σαμάρι και όλοι μαζί γύρισαν πίσω στην πλατεία μαζί βέβαια με το άλογο και το όπλο, και το επεισόδιο έληξε ευτυχώς χωρίς άλλες περιπέτειες.
Από την τοποθεσία Αλώνια, όταν οι Γερμανοί βλήθηκαν από τους αντάρτες, χώρισαν μια ομάδα και ακροβολώντας την πλαγιά του Σινιάτσικου πέρασαν πάνω από την τοποθεσία «τρανή οξιά» και κατέληξαν στη ράχη Κοντοκάπι, την οποία προλίγου την κρατούσαν οι αντάρτες, αλλά τώρα την είχαν εγκαταλείψει και είχαν τραπεί σε φυγή προς το Ντομαβίστι.
Όταν η ομάδα των Γερμανών στρατιωτών έφτασε εκεί, η ώρα θα ήταν περίπου έντεκα το μεσημέρι. Απέναντι από το Κοντοκάπι νότια και σε απόσταση περί τα χίλια μέτρα είναι η τοποθεσία Βάγια ή Μπραγκανιές και εκεί στο ίσιωμα στις Μπραγκανιές, είχε τη στρούγκα ο Κων/νος Δελαπάσχος μαζί με το γαμπρό του το Νίκο Μάρτο. Εκείνη την ώρα είχαν αποσώσει το άρμεγμα και τα αφεντικά φόρτωσαν τα γάλα στα ζώα τους και φύγαν για το χωριό. Όχι όμως από τον κανονικό δρόμο που περνάει από το Κοντοκάπι, αλλά κατέβηκαν στη Μότσιαλη και πήραν το δρόμο της Μότσιαλης για το χωριό, γιατί άκουσαν πρωτύτερα τους πυροβολισμούς των ανταρτών και κατάλαβαν πως κάτι συμβαίνει εκεί στο Κοντοκάπι και άλλαξαν δρόμο προς αποφυγή καμιάς φασαρίας που πραγματικά έφτασαν ανενόχλητοι στο χωριό.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στους τσοπαναραίους που μείναν πίσω στη στρούγκα. Όταν είχαν αποτελειώσει το άρμεγμα, χώρισαν τα γίδια τα προβατάρικα και τα κλείσανε μέσα στη στρούγκα. Και όταν τα αφεντικά τους πήραν το δρόμο για το χωριό, αυτοί κάθισαν, φάγαν το μεσημεριανό τους και όταν τελείωσαν το φαγητό πήραν τα ψαλίδια τους και μπήκαν στη στρούγκα να κουρέψουν τα γίδια που ήταν εκεί κλεισμένα. Μόλις άρχισαν το κούρεμα, εκείνη την ώρα βγήκαν και η ομάδα των Γερμανών που αναφέραμε απέναντι στη θέση Κοντοκάπι, είδαν όλη την κίνηση των τσοπαναραίων και θέλεις τους πήραν για αντάρτες, θέλεις έτσι για πλάκα, τους ρίξαν μια ριπή με το πολυβόλο με αποτέλεσμα μια από τις σφαίρες βρήκε το Γεώργιο Ρουκά στη μέση και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Οι άλλοι δυο τσιοπάνηδες που ήταν ξένοι από την περιοχή της Ελασσόνας τρέξαν γρήγορα προς το κοντινό δάσος και κρύφτηκαν. Ο άτυχος Γιώργος (Γούλιας) σύρθηκε και αυτός βαριά τραυματισμένος όπως ήταν μέχρι λίγο πιο κάτω και χώθηκε ανάμεσα σε κάτι πέτρες που είναι εκεί, και την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν πεθαμένο. Ο άτυχος νέος ήταν τότε μόλις 18 χρονών, οι άλλοι διασώθηκαν ευτυχώς.
Το άψυχο σώμα του Ρουκά το φόρτωσαν την άλλη μέρα σε ένα γαϊδουράκι με την άδεια των Γερμανών και το μετέφεραν στο χωριό. Δεν τους επέτρεψαν να το πάνε στο σπίτι του, το ξεφόρτωσαν έξω από το νεκροταφείο στην πλατεία του χωριού. Εκεί ακριβώς που είναι σήμερα ο πλάτανος και πήγαν κάποιοι χωριανοί μας και φέραν την άμοιρη μάνα του να το δει. Έτρεξε γρήγορα η δύστυχη και όταν αντίκρισε και αναγνώρισε το άψυχο παιδί της, οι σκηνές που ακολούθησαν δεν περιγράφονται.
Μερικοί Γερμανοί στέκονταν δίπλα από τη μοιραία σκηνή και απαθείς απαθανάτιζαν με τις φωτογραφικές μηχανές τους, το απάνθρωπο έργο τους, για να στείλουν ίσως τις φωτογραφίες τους στις οικογένειες τους στη Γερμανία για να γνωρίσουν κι εκείνοι τα απαίσια «κατορθώματα τους». Άραγε οι ίδιοι γύρισαν για να τους θαυμάσουν και από κοντά;
Και θέλω να αναφέρω ακόμα για να γνωρίσετε την έκταση του δράματος αυτής της δυστυχισμένης μάνας, της Αθηνάς Α. Ρουκά πως την ίδια χρονιά τέσσερεις μόλις μήνες πριν, οι Ιταλοί είχαν σκοτώσει και ένα ακόμα παιδί της, το Γιάννη, στην περιοχή Τιρνάβου στο Δαμάσι. Ήταν ηλικίας 34 χρονών και ήταν παντρεμένος και με μια ανήλικη κόρη που ζει στη Βλάστη και είναι σήμερα πάνω από 60 χρονών.
Ας γυρίσουμε και πάλι πίσω στην πλατεία του χωριού που οι Γερμανοί μας έχουν συγκεντρωμένους όλους μικρούς και μεγάλους. Οι Γερμανοί είχαν την πληροφορία πως από τη γειτονική Βλάστη κατέφυγαν κάποια καταζητούμενα από αυτούς άτομα και πρέπει να κρύβονται ανάμεσά μας. Δεν τα γνώριζαν όμως προσωπικώς και γι’ αυτό δεν μπορούν και να τα ξεχωρίσουν από κοντά μας. Πράγματι αυτοί οι αναζητούμενοι υπήρχαν ανάμεσά μας και αυτό το θυμούνται και το διαβεβαιώνουν κάποιοι από αυτούς που βρίσκονται σήμερα στη ζωή (Μπλατσιώτες).
Για να μπορέσουν να τους ανακαλύψουν έκαναν τις εξής ενέργειες: μας διέταξαν να χωριστούμε κατά οικογένειες, ώστε οι ξένοι αναζητούμενοι θα ’μέναν απ’ έξω και να τους συλλάβουν.
Εκεί όμως που ξεχώριζαν οι οικογένειες, καλούσαν και κάποιον όσοι τον γνώριζαν από τα άτομα αυτά ανάμεσά τους, καθώς κατάλαβαν το τέχνασμα των Γερμανών, και με κίνδυνο της ζωή τους, τους παρουσίαζαν σαν μέλη τις οικογένειάς τους, και έτσι όταν χωρίστηκαν όλες οι οικογένειες δεν έμεινε κανένας μόνος του από τους αναζητούμενους Βλατσιώτες, που χάρη στη μεγαλοψυχία των γειτόνων τους Ναματιανών και με κίνδυνο τη ζωή τους, τους έσωσαν. Οι Γερμανοί βέβαια συνέστησαν στους συγκεντρωμένους μην τυχόν κρύβουν κανένα ξένο ανάμεσά τους που, αν θα ανακαλυφθεί, θα έχουν να αντιμετωπίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Τσιμουδιά όμως δεν βγήκε από κανέναν.
Και όταν έληξε και τούτο το περιστατικό, οι Γερμανοί ξεχώρισαν όλους τους ενήλικες άντρες και τους οδήγησαν στη Βλάστη, τα δε γυναικόπαιδα τα άφησαν ελεύθερα να γυρίσουν στα σπίτια τους. Κατά την διαδρομή προς Βλάστη, κάποιοι κατάφεραν και διέφυγαν, με την εξής σειρά διαφυγής: ο Γρηγόριος Παπαθωμάς, ο αδελφός του Δημήτριος Παπαθωμάς, ο Θωμάς Παράσχος και ο Απόστολος Διαμάντης, οι οποίοι κρύφτηκαν μέσα στις οξυές γύρω από την Βασιλικιά βρύση. Εκεί στη Βλάστη είχαν μεταφέρει και τους άντρες του Σισανίου και μαζί και με τους Βλατσιώτες, αφού τους άφησαν ελεύθερους να κοιμηθούνε το βράδυ όπου θέλουν ο καθένας, αλλά με τη ρητή διαταγή το πρωί μόλις ξημερώσει να είναι όλοι στην πλατεία του χωριού.
Την άλλη μέρα πρωί – πρωί όλοι οι όμηροι ήταν παρόντες και όλους μαζί περί τους διακόσιους τους οδήγησαν στην Πτολεμαΐδα. Στην Πτολεμαΐδα κρατήθηκαν τρεις μέρες και μετά τους άφησαν ελεύθερους και γύρισαν στα χωριά τους ύστερα από ένα δραματικό συμβάν. Οι Γερμανοί που πήγαν στη Βλάστη σκοπός τους ήταν να συλλάβουν το Δημητρούλη Πιπιλιάγκα αλλά και αυτούς που κατέφυγαν στα Νάματα, όπως γράψαμε παραπάνω. Ο Πιπιλιάγκας σε όλο το διάστημα της κατοχής διατηρούσε καφενείο στη Βλάστη στο οποίο διέθετε και ραδιόφωνο που απαγορευόταν από τους Γερμανούς. Και όταν αυτοί το πήραν χαμπάρι, τον ειδοποίησαν να το κατεβάσει στην Πτολεμαΐδα και να το παραδώσει στις Γερμανικές αρχές.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Γερμανού Φρουράρχου της Πτολεμαΐδας να παραδώσει το ραδιόφωνο, ο Πιπιλιάγκας δεν συμμορφωνότανε και συνέχιζε να το διατηρεί στο καφενείο του και μάλιστα να απειλεί και από πάνω τον Φρούραρχο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι Γερμανοί επιδίωκαν τη σύλληψή του. Ο Πιπιλιάγκας όμως που αντιλήφθηκε την άφιξη των Γερμανών στη Βλάστη, κρύφτηκε μακριά από τη Βλάστη και έτσι δεν καταφέρθηκε η σύλληψή του.
Δεν γλίτωσε όμως η γυναίκα του και ο γιος του, οι οποίοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν πίσω από το νεκροταφείο της Βλάστης που γνωρίζουν μερικοί Βλατσιώτες το μέρος. Ο φρούραρχος Φριτς, όταν ανέβηκε στη Βλάστη μαζί με τους άλλους Γερμανούς, ειδοποίησαν τον Πιπιλιάγκα να παρουσιαστεί ενώπιον του, αλλιώς θα εκτελούσε τη γυναίκα και το γιο του, τους οποίους είχε ήδη εκτελέσει, αλλά κανείς δεν το γνώριζε αυτό ούτε και ο ίδιος ο Πιπιλιάγκας. Νομίζοντας πως θα τους έσωζε, την άλλη μέρα κατέβηκε στην Πτολεμαΐδα και παρουσιάστηκε στο Φρούραρχο θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση του Γερμανού, αρκεί να «γλίτωνε» τη γυναίκα του και το γιο του που του είχε υποσχεθεί ο Γερμανός πως θα τους άφηνε ελεύθερους αν αυτός παρουσιαζόταν. Ο Γερμανός όμως δεν κράτησε το λόγο του, ίσως φοβούμενος μην δραπετεύσουν. Τους εκτέλεσε για ασφάλεια. Ο Πιπιλιάγκας φυλακίστηκε και την άλλη μέρα ο Γερμανός επισκέφτηκε τους κρατουμένους Βλατσιώτες που τους είχε χωριστά απ’ τους Ναματιανούς και Σισανιώτες και τους είπε: «προ ολίγου επισκέφτηκα τον συμπατριώτη σας Πιπιλιάγκα που έχω φυλακισμένο εδώ παραδίπλα, και του είπα, αν σου δώσω ένα όπλο σκοτώνεις όλους τους συμπατριώτες σου, για να σου χαρίσω εσένα τη ζωή; Και εκείνος μου απάντησε, ναι τους σκοτώνω. Αν όμως εσείς σκοτώσετε αυτόν, θα σας χαρίσω όλους εσάς τη ζωή, τι λέτε;» Ναι, απάντησαν αυτοί, φέρτον εδώ, και ο Φρούραρχος τους τον παρέδωσε. Τον εκτέλεσαν αμέσως με ό,τι βρισκόταν μπροστά τους αρχικά με μια γεμάτη μπούκλα με νερό και μετά με, ξύλα, τούβλα, κλωτσιές και ό,τι άλλο βρήκαν μπροστά τους. Τους δε Ναματιανούς και Σισανιώτες τους έβαλε να σκάψουν τον τάφο του, αλλά τελικά δεν θάφτηκε εκεί. Λένε ότι ήρθε ο αδερφός του που κατοικούσε στο Εμπόριο και τον μετέφερε και τον έθαψε εκεί.
Ο άτυχος Δημητρούλης Πιπιλιάγκας που η καταγωγή του ήταν από τα Νάματα, αλλά εγκατεστημένος στη Βλάστη πριν 50 περίπου χρόνια, πέθανε κάπως με τη συνείδηση του αναπαυμένη, γιατί μέχρι την τελευταία του πνοή αγνοούσε το θάνατο της γυναίκας του και του γιου του, και νόμιζε πως κάνει το καθήκον του, πεθαίνει αυτός για χάρη των αγαπημένων του προσώπων και ίσως να μην πόνεσε πολύ. Την ίδια στιγμή όλοι οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι και γύρισαν στα χωριά τους.
Εικάζεται πως ο Πιπιλιάγκας δεν ρωτήθηκε από το Γερμανό αν σκοτώνει τους συμπατριώτες του προκειμένου να σώσει τη ζωή του, αλλά ήταν ένα τέχνασμα του Γερμανού για να φορτώσει το φόνο στους συμπατριώτες του. Ο Πιπιλιάγκας όπως λένε οι συμπατριώτες του ήταν γενναίος άνθρωπος και αν ο Γερμανός του πρότεινε κάτι τέτοιο θα έλεγε στο Γερμανό «φέρε μου το όπλο», και ο Γερμανός αν του το έδινε θα μιμούταν εκείνον τον Σέρβο Παρτιζάνο (αντάρτη) που όταν αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς μαζί με τον αξιωματικό του και ο Γερμανός τον ρώτησε πως αν του δώσει ένα όπλο και σκοτώσει τον αξιωματικό του θα του χάριζε τη ζωή του, εκείνος του είπε «φέρε μου το όπλο» και ο Γερμανός αφελέστατα ή ίσως για να διασκεδάσει με το θέαμα του το έδωσε. Τότε ο Παρτιζάνος το έστρεψε κατ’ απάνω στο Γερμανό και τον εκτέλεσε, βέβαια και ο Παρτιζάνος με τον αξιωματικό του δεν γλίτωσαν, αλλά πέθαναν με ήσυχη τη συνείδησή τους που εκδικήθηκαν το θάνατό τους και τιμώρησαν τον άνθρωπο που θέλησε να διασκεδάσει με τη σκληρή μοίρα τους. Εδώ τελειώνει η πρώτη επιχείρηση των Γερμανών και ας δούμε άλλη μια που έγινε αργότερα.
Προτού εξιστορήσω τη μεγάλη επιχείρηση των Γερμανών στο χωριό μας που το έκαψαν κιόλας, θα αναφέρω μια μικρότερη που έγινε την Μεγάλη Τετάρτη του 1944.
Την ημέρα εκείνη στο χωριό δεν υπήρχαν αντάρτες. Ένα σώμα (απόσπασμα) Γερμανών στρατιωτών ύστερα από ολονύχτια πορεία χαράματα εκείνης της μέρας ανέβηκε το ύψωμα Μαγούλα που είναι νοτιοδυτικά του χωριού, στη θέση αυτή οχυρώθηκε, έστησε τα πολυβόλα του και περίμενε να καλοξημερώση η Απριλιάτικη εκείνη μέρα. Ανεβαίνοντας, συνάντησαν κατερχόμενο προς Εράτυρα και συνέλαβαν τον συγχωριανό μας Γρηγόριο Παπαθωμά και τον κράτησαν μαζί τους. Οι χωριανοί μας είχαν βγάλει τα αγελάδια τους όπως συνέβαινε κάθε μέρα στην τοποθεσία Ασπρόπετρα που είναι έξω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Εκεί συγκεντρώνονταν και από εκεί τα παραλάβανε ο γελαδάρης και τα οδηγούσε στη βοσκή προς το Ντομαβίστι. Επειδή όμως έγινε αντιληπτή η παρουσία των Γερμανών, κάποιοι από τους χωριανούς μας είπαν στους αγελαδάρηδες να οδηγήσουν τα γελάδια τους προς το Κοντοκάπι για βοσκή προς αποφυγή του περασματός τους κοντά από τους Γερμανούς.
Αυτό και έγινε, το κοπάδι των αγελάδων έστρεψε αριστερά, ανέβηκε στη Γκούρα πάνω από το μπαχτσέ του Δελαπάσχου και πήρε τη μικρή πλαγιά προς τη «μάνα απ’ το νερό» και πάνω από το μπαχτσέ των Μαρκουσαίων. Οι Γερμανοί από τη θέση Μαγούλα τα έβαλαν στο στόχο με τα πολυβόλα τους, εξαπέλυσαν πολλές ριπές εναντίον τους που επιτόπου έπεσαν τα περισσότερα και πολλά τραυματίστηκαν. Οι δυο αγελαδάρηδες πρόλαβαν ευτυχώς και κρύφτηκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό. Θα διερωτηθεί κανείς γιατί το έκαναν αυτό οι Γερμανοί; Εγώ έχω την εντύπωση ίσως να τα πέρασαν για ανταρτικά. Ο Γρ. Παπαθωμάς που οι Γερμανοί τον υποχρέωσαν να κάθεται δίπλα σε ένα κέδρο πίσω από το παρατεταγμένο απόσπασμα, μόλις άρχισαν οι ριπές , έτρεξε προς τον Γερμανό αξιωματικό και με νόηματα, δείχνοντας και χτυπώντας τα στήθη του, του έδωσε να καταλάβει ότι οι αγελάδες ήταν του χωριού, δικά τους. Και έτσι έδωσε ο αξιωματικός εντολή και σταμάτησαν τις ριπές.
Μετά από αυτό το επεισόδιο μερικοί από τους Γερμανούς στρατιώτες κατέβηκαν στο χωριό, πήραν λίγα τρόφιμα και ξαναγύρισαν πάνω στη Μαγούλα. Πόσο παρέμειναν εκεί και ποια η αποστολή τους είναι άγνωστο, πάντως την ίδια μέρα εγκατέλειψαν τη θέση αυτή και επέστρεψαν στη βάση τους, τη Σιάτιστα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι Γερμανοί επισκέφτηκαν το χωριό μας, και κατά άλλους συνέχισαν προς Βλάστη. Στη συνέχεια θα περιγράψω την μεγαλύτερη επιχείρηση που έκαναν Γερμανικά στρατεύματα στο χωριό μας και το κάψανε και που την έζησα από κοντά ο ίδιος. 

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ

Το Σεπτέμβριο του 1943 η φασιστική Ιταλία παραδόθηκε άνευ όρων στους Άγγλους συμμάχους μας. Από τα στρατεύματά της που δρούσαν στον Ελληνικό χώρο, ένα μεγάλο μέρος παραδόθηκε στους Γερμανούς, ένα άλλο στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και ένα άλλο πιο μικρό ποσοστό, εξοντώθηκε ή δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς
Τα εδάφη που ήταν στην κατοχή των παραπάνω Ιταλικών στρατευμάτων περιήλθαν στους Γερμανούς. Τότε και το χωριό μας περιήλθε από την Ιταλική κατοχή στη Γερμανική. Οι Γερμανοί μετά από την καινούργια κατοχή τους θέλησαν να εκκαθαρίσουν τα μέρη αυτά από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που ως τότε ήταν πολύ χαλαρά και τα ανταρτικά τμήματα δρούσαν σχεδόν ανενόχλητα.
Στη Σιάτιστα Κοζάνης δρούσε Γερμανική δύναμη στρατιωτών και είχε τις αλάνθαστες πληροφορίες πως στο χωριό μας εδρεύει μεγάλη δύναμη ανταρτών του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί πήραν την απόφαση να εξοντώσουν αυτή τη δύναμη του ΕΛΑΣ και την 25ην Νοεμβρίου ξεκίνησε απόσπασμα Γερμανών στρατιωτών για να πραγματοποιήσει την απόφαση αυτή.
Πριν καλά ξημερώσει εκείνη η μέρα, Πέμπτη 25 Νοεμβρίου, που είναι και μια από τις μικρότερες του χρόνου, τέσσερεις γυναίκες του πέρα μαχαλά που είναι προς Εράτυρα, κατά τις έξι η ώρα νύχτα ακόμη την εποχή εκείνη, ξεκίνησαν φορτωμένες με ένα τσουβάλι η κάθε μια το οποίο περιείχε μαλλί για λανάρισμα με κατεύθυνση την Εράτυρα.
Όταν βγήκαν από το χωριό στη θέση Φώτως αλώνι, συνάντησαν έναν αντάρτη που φύλαγε εκεί σκοπιά. Σταμάτησε τις τέσσερεις γυναίκες και τις ζήτησε την απαιτούμενη άδεια από το αρχηγείο των ανταρτών για την έξοδο από το χωριό. Οι γυναίκες δεν είχαν την άδεια αυτή αλλά για καλή τους τύχη η μια από αυτές ήταν από τη Βλάστη, παντρεμένη όμως πριν οχτώ χρόνια στο χωριό μας. Πάνω στη συζήτηση με τον αντάρτη της φάνηκε πως ήταν γνωστός της και όταν τον πρόσεξε καλά τον γνώρισε, γιατί ήταν και αυτός από τη Βλάστη και κατοικούσαν στην ίδια γειτονιά στα παιδικά τους χρόνια. Μετά από αυτή τη γνωριμία ο αντάρτης επέτρεψε στις γυναίκες να συνεχίσουν το δρόμο τους και παράλληλα τις συνόδεψε μέχρι τη θέση Σταυρός.
Σε αυτή τη θέση έμεινε ο αντάρτης και οι γυναίκες συνέχισαν το δρόμο προς Εράτυρα. Δεν πρόλαβαν να περπατήσουν και πολύ γιατί εκατό μέτρα πιο κάτω, εκεί που ο δρόμος διακλαδώνει για την Κοκκινόπετρα, συνάντησαν τους Γερμανούς που έρχονταν από την αντίθετη μεριά του δρόμου. Όταν πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής οι Γερμανοί, τις σταμάτησαν και ο επικεφαλής αξιωματικός τους, δια μέσου του διερμηνέως, τις ρώτησε που πηγαίνουν. Στην Εράτυρα απάντησαν αυτές και ο διερμηνέας τους είπε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Η τελευταία όμως καθώς είχε πληροφορίες ότι θα έρχονταν και άλλοι αντάρτες στο χωριό, νόμισε πως αυτοί ήταν οι αναμενόμενοι αντάρτες και θέλησε να τους καλοπάρει. Τους είπε χαρακτηριστικά στη γλώσσα του χωριού μας. «Βρε καλώς τα τα παιδιά μας με τα μουλάρια τους, με τα σκυλιά τους, με όλα τους τα καλά». Ο Γερμανός αξιωματικός όμως που επιδίωκε τη σιωπή για να μην γίνει αντιληπτή η θέση τους, της συνέστησε βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη του να κάνει σιωπή. Η γυναίκα όμως δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο Γερμανός και επανέλαβε το τροπάριο της. Τότε ο Γερμανός εξαγριώθηκε και εξαναγκάστηκε να τη ρίξει κάτω και να την πιέσει με το τσουβάλι της που το είχε φορτωμένο στην πλάτη.
Η γυναίκα αφού ζορίστηκε και πόνεσε, έβγαλε μια δυνατή κραυγή που την άκουσε ο σκοπός αντάρτης, κατάλαβε τι συνέβη, έτρεξε πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα που ήταν ορατή η τοποθεσία του επεισοδίου και διέκρινε μέσα στο μισοσκόταδο τους Γερμανούς τους οποίους άρχισε να πυροβολεί στον αέρα.
Όταν εξάντλησε τα λίγα πυρομαχικά του, το έβαλε στα πόδια πίσω προς το χωριό φωνάζοντας δυνατά «Γερμανοί, Γερμανοί».
Έντρομοι οι αντάρτες του χωριού και καθώς ήταν αγουροξυπνημένοι άρπαξαν ό,τι πρόλαβαν και εξαφανίστηκαν στα γύρω του χωριού δάση και χαράδρες. Όταν οι Γερμανοί πυροβολήθηκαν από τον αντάρτη καθηλώθηκαν νομίζοντας πως μπροστά τους που υψώνονταν οι λόφοι της Μαγούλας και του Λίνος, είναι οχυρωμένοι από τους αντάρτες. Έλαβαν θέσεις μάχης και εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση για την κατάληψη των παραπάνω υψωμάτων τα οποία όμως ήταν ανοχύρωτα και τα κατέλαβαν αμαχητί. Το αποτέλεσμα ήταν να δοθεί αρκετός χρόνος στους αντάρτες, ώστε να εγκαταλείψουν ανενόχλητοι το χωριό.
Όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν πως δεν υπάρχει καμία αντίσταση, άφησαν από μια μικρή δύναμη στο κάθε ύψωμα και οι υπόλοιποι κατέβηκαν στο χωριό. Εκεί προέβησαν στο κάψιμο των σπιτιών, μάζεψαν όλους τους κατοίκους που υπήρχαν μέσα σε αυτά, τους οποίους και συγκέντρωσαν. Τους μεν του κεντρικού μαχαλά στην πλατεία του χωριού, τους δε του πέρα μαχαλά κάτω από την Γκορτσιά (αχλαδιά) του Γκιζογιάννη (Καραγώγου) στους οποίους ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Όταν μάζεψαν όλους τους χωριανούς, τους μετέφεραν πίσω από τον μπαχτσέ του Μιχάλη Μπαρτζώκα που είναι πάνω από το τσιαΐρι του Νταλαγιώργου. Όταν μας μετέφεραν στον τόπο που προανέφερα, περάσαμε μπροστά από το σπίτι του Στέργιου Μπέλλου, το οποίο εκείνη την ώρα καιγόταν και πάνω από αυτό όπου ο δρόμος ανεβαίνει προς της Φώτως το αλώνι και μεταξύ Γκιζογιάννη μπαχτσέ και το σπίτι του Μόζα, είδα περί τα 5-6 άλογα και μουλάρια να είναι φορτωμένα μερικά με σεντούκια (μπαούλα) και άλλα με ντέγκια (μεγάλα δέματα). Τα κρατούσαν από τα καπίστρια τους (χαλινά) άνθρωποι πολητές οι οποίοι είχαν συνοδέψει τους Γερμανούς στρατιώτες στο χωριό και παράλληλα να πλιατσικολογήσουν.
Όλα αυτά τα πράγματα τα είχαν πάρει από το σπίτι του Σ. Μπέλλου στο οποίο τα αποθήκευαν οι γείτονες όταν το φθινόπωρο (Οκτώβριο) αναχωρούσαν για τα χειμαδιά. Το σπίτι αυτό ήταν αρκετά μεγάλο και διέθετε αρκετούς κενούς χώρους. Κατοικούνταν το χειμώνα από την οικογένεια του Σ. Μόζα, η οποία κατά κάποιον τρόπο προσέφερε και κάποια ασφάλεια από τυχόν κλέφτες. Προτού οι Γερμανοί βάλουν φωτιά σε αυτό το σπίτι οι πλιατσικολόγοι τα ‘βγαλαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και ανέμεναν τους προστάτες τους Γερμανούς να τελειώσουν το απαίσιο έργο τους και όλοι μαζί να πάρουν το δρόμο του γυρισμού, όπως και έγινε. Αναφέρω την παραπάνω πράξη, διότι δεν ήταν η μοναδική, αφού και άλλες παρόμοιες συνέβησαν σε πολλά σπίτια του χωριού μας.
Όταν κατά τις τρεις περίπου ώρα που τελείωσε το κάψιμο των σπιτιών, εκείνοι που φύλαγαν εμάς στον τόπο που προανέφερα ξεχώρισαν τους άντρες που είχαν ηλικία πάνω από 18 χρονών για να τους πάρουν μαζί τους. Εμάς δε τους υπόλοιπους μας άφηναν ελεύθερους να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, που οι ποιο πολλοί τα αντίκρισαν καμένα.
Οι άντρες που πήραν μαζί τους, δεν ήταν περισσότεροι από 10 – 12 και ο λόγος που τους πήραν ήταν για να τους χρησιμοποιήσουν σαν ασπίδα προστασίας μην τυχόν και τολμήσουν να τους επιτεθούν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Αυτό διαπιστώθηκε διότι στο δρόμο της επιστροφής και κατά διαστήματα, έναν – έναν τους απελευθέρωναν επιστρέφοντας στο χωριό. Όταν πλησίασαν στην Εράτυρα και ο κίνδυνος μηδενίστηκε είχαν απελευθερωθεί όλοι, εκτός από τον Νίκο Δελαπάσχο (Γκίνη) τον οποίο πήραν μαζί τους μέχρι τη Σιάτιστα και τον απελευθέρωσαν την επόμενη μέρα.
Θα επανέλθω τώρα, γιατί το θεωρώ απαραίτητο, για να κατονομάσω τις τέσσερεις γυναίκες, αλλά και τον σκοπό αντάρτη. Οι πέντε αυτοί άνθρωποι μαζί με το άγρυπνο μάτι του προστάτη μας Αγίου Νικολάου, που από τη θέση που βρίσκεται έβλεπε την επερχόμενη τραγωδία που απειλούσε το χωριό μας, κατάφεραν και την απέτρεψαν.
Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η Ασπασία Μόζα (Τσιό) καταγόμενη από τη Βλάστη 58 χρονών, που χάρη σε αυτήν, με τη φωνή που έμπηζε όταν ο Γερμανός την πίεσε με το τσουβάλι, έδωσε την ευκαιρία στον σκοπό αντάρτη να αντιληφθεί την παρουσία των Γερμανών, δεύτερη σε ηλικία ήταν η Φανή Τσιώμπρα 39 χρονών, τρίτη ήταν η Γλυκερία Μπαρτζώκα 28 χρονών Βλατσιώτικης καταγωγής που γνώρισε τον αντάρτη σκοπό και τέταρτη ήταν η Καλλιρόη Τσιώμπρα κόρη της Φανής κοπελίτσα 15 χρονών τότε. Ο σκοπός αντάρτης ήταν ο Νικόλαος Τζαντζάρης από τη Βλάστη. Η τύχη αυτών των γυναικών ήταν η εξής: η Ασπασία Μόζα λόγω του επεισοδίου αποκόπηκε από τις άλλες τρεις, αλλά συνέχισε την κανονική της πορεία και μόλις βγήκε από τη φάλαγγα των Γερμανών άρχισαν οι πυροβολισμοί του αντάρτη. Βγήκε από το δρόμο και όταν απομακρύνθηκε από αυτόν 50 μέτρα αριστερά, χώθηκε μέσα σε ένα μεγάλο κέδρο. Εκεί παρέμεινε κρυμμένη μέχρι το απόγευμα που οι Γερμανοί πήραν το δρόμο της επιστροφής, τους οποίους και παρακολουθούσε μέσα από την κρυψώνα της. Όταν βεβαιώθηκε πως απομακρύνθηκαν αρκετά, βγήκε από το κέδρο και γύρισε στο χωριό προτού νυχτώσει. Όταν είδε το σπίτι της καμένο αλλά και το άλλο που ξεχείμαζε του Σ. Μπέλλου και αυτό καμένο, ήρθε στο δικό μας σπίτι που δεν είχε καεί και εκεί ήταν μαζί μας και η μοναχοκόρη της Δέσπω. Όταν τη ρωτήσαμε που είναι οι άλλες γυναίκες, μας απάντησε πως μπορεί και να σκοτώθηκαν, μπορεί και να ζουν. Η αγωνία και το κλάμα για μας τα παιδιά της Φανής, ήταν το μεγάλο μαρτύριο μέχρι την άλλη μέρα που γύρισαν. Όσο για τα δυο κοριτσάκια 5 και 6 χρονών και το χρονιάτικο αγοράκι της Γλυκερίας τα περιμάζεψε κάποια θεία της, αγνοώντας για την τύχη της μάνας τους μέχρι την επόμενη μέρα που γύρισε στο χωριό. Οι άλλες τρεις γυναίκες είχαν απομακρυνθεί αρκετά και είχαν πλησιάσει κοντά στο μεγάλο ρέμα που κατεβαίνει από το Κοντοκάπι. Όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς του αντάρτη βγήκαν από το δρόμο στρίβοντας αριστερά με κατεύθυνση τη Μότσιαλη και εκεί που σμίγει η πρώτη ρεματιά που κατεβαίνει από το Κοντοκάπι, με την άλλη τη μεγάλη, μπήκαν μέσα σε μια τούφα (συστάδα) από οξιές και λυγαριές και εκεί λούφαξαν μέχρι που νύχτωσε και έπεσε βαρύ το σκοτάδι. Άκουγαν βέβαια τους πυροβολισμούς και η μυρωδιά των καμένων ρούχων και τροφίμων έφτανε μέχρι εκεί, αλλά αγνοούσαν τα πάντα μέσα από την κρυψώνα τους, διότι και ο δρόμος που οδηγεί στην Εράτυρα είναι αόρατος από το σημείο αυτό και οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να δουν την επιστροφή των Γερμανών. Όταν όμως το σκοτάδι έπεσε για καλά, βγήκαν από την κρυψώνα τους και πήραν τον αντίθετο προς το χωριό δρόμο, γύρισαν πίσω προς τη Μότσιαλη και από κει πήραν την κατηφόρα προς το Ντομαβίστι. Όταν έφτασαν κοντά στο στάβλο του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα με πολύ προσοχή πλησίασαν και όταν βεβαιώθηκαν πως ήταν ο ίδιος εκεί πήγαν κοντά του και έμαθαν όλα τα γεγονότα της ημέρας. Ο Κ. Μπαρτζώκας ήταν κουνιάδος της Γλυκερίας Μπαρτζώκα, αλλά και ένας από αυτούς που πήραν μαζί τους οι Γερμανοί από το χωριό και καθ’ οδόν απελευθέρωσαν.
Μετά απ’ όλη την παραπάνω περιπέτεια, ο Κ. Μπαρτζώκας πρότεινε στις γυναίκες να κοιμηθούν εκεί το βράδυ και όταν θα ξημέρωνε να γυρίσουν στο χωριό, όπως και έγινε. Ας κρίνουμε τώρα τι θα γινόταν αν οι γυναίκες αυτές δεν κινούνταν εκείνη την ημέρα από το χωριό ή αν καθυστερούσαν έστω και ένα τέταρτο να ξεκινήσουν. Κατά τη δική μου γνώμη το αποτέλεσμα θα ήταν το εξής: ο αντάρτης σκοπός δεν θα μετακινούνταν από τη θέση «Φώτως αλώνι» και οι Γερμανοί που ήταν κατατοπισμένοι από τους πράκτορες τους, θα προχωρούσαν ανενόχλητοι και ο αντάρτης δεν θα προλάβαινε να αντιδράσει ή να φύγει και οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να ειδοποιήσει τους συντρόφους του. Έτσι οι Γερμανοί ανενόχλητοι θα έμπαιναν στο χωριό και το αποτέλεσμα θα ήταν πολλοί από τους αντάρτες θα συλλαμβάνονταν ή και θα σκοτώνονταν, αλλά και οι Γερμανοί οπωσδήποτε θα είχαν και αυτοί τις απώλειές τους και τότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ποια θα ήταν η τύχη των κατοίκων του χωριού. Στην καλύτερη περίπτωση το χωριό μας θα είχε την τύχη της Κλεισούρας της Καστοριάς. Άλλη εκδοχή ήταν να μην προχωρούσαν να μπουν στο χωριό, αλλά να ανέβαιναν ανενόχλητοι στα υψώματα Μαγούλα και Λίνος και εκεί θα έστηναν τα πολυβόλα τους, θα περίμεναν να απλώσει καλά η μέρα και τότε οι αντάρτες θα είχαν την ίδια με την πρώτη τύχη και οπωσδήποτε θα είχαμε και πολλά θύματα από τους άμαχους χωριανούς μας. Τέλος αν η Ασπασία δεν ζοριζόταν από το Γερμανό και δεν έβγαζε κραυγή, ο αντάρτης δεν θα έκανε αντιληπτή την παρουσία των Γερμανών και αυτοί θα ανέβαιναν και πάλι στα υψώματα που προαναφέραμε και τα αποτελέσματα της μάχης θα ήταν όμοια με τα προηγούμενα.
Για τους παραπάνω λόγους εγώ πιστεύω πως όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν μόνο σύμπτωση, διότι σύμπτωση να ξεκινήσουν οι τέσσερεις γυναίκες στο «τσακ» της ώρας, σύμπτωση να γνωρίσει η μια από αυτές τον αντάρτη και να τις επιστρέψει να συνεχίσουν το δρομολόγιό τους, σύμπτωση να ζοριστεί η Ασπασία από το Γερμανό και να βγάλει φωνή, σύμπτωση η μια, σύμπτωση η άλλη, δεν είναι δυνατόν.
Γι’ αυτό εγώ πιο πολύ πιστεύω στη δύναμη, στο δυνατό μάτι και στην αγάπη για το χωριό μας του Αγίου Νικολάου πολιούχου του χωριού μας. Ο προστάτης των κτηνοτρόφων βλάχων του χωριού συντόνισε όλη αυτή την ιστορία αποτρέποντας δυσάρεστα γεγονότα.
Παρακάτω θα αναφέρω τα 32 σπίτια που κάηκαν και ανήκουν σε 40 οικογένειες. Οι πληγέντες χωριανοί μας, από την καταστροφική φωτιά και την λεηλασία των πλιατσκατζήδων συνεργατών των Γερμανών, πέρασαν έναν πάρα πολύ δύσκολο χειμώνα και ιδιαίτερα γι’ αυτούς που έμειναν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν εκείνη την ημέρα. Ευτυχώς υπήρχαν αρκετά σπίτια που δεν κάηκαν και ήταν εγκαταλελειμμένα, γιατί ανήκαν σε κτηνοτροφικές οικογένειες και την εποχή εκείνη βρίσκονταν στα χειμαδιά. Εκεί βολεύτηκαν αυτοί που κάηκαν τα σπίτια τους εξασφαλίζοντας στέγη που ήταν απαραίτητη ιδιαίτερα το χειμώνα. Όσο για τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, στερήθηκαν τα πάντα, αλλά επέζησαν με τη βοήθεια των συγγενών και συγχωριανών τους. Αυτοί που καταστράφηκαν ολοσχερώς, γιατί κατοικούσαν μέσα στα σπίτια τους τα οποία και κάηκαν, ήταν οι παρακάτω:
Μιχάλης Α. Μπαρτζώκας κάηκε το σπίτι του το οποίο ήταν ακατοίκητο αλλά δυστυχώς κάηκε και αυτό που κατοικούσε, του ξαδέλφου του Νικολάου Ι. Μπαρτζώκα
Του Στεργίου Δ. Μόζα κάηκε το σπίτι του που ήταν ακατοίκητο αλλά δυστυχώς κάηκε και του Στεργίου Κ. Μπέλλου στο οποίο κατοικούσε
Των αδελφών Κωνσταντίνου, Δημητρίου και Ιωάννη Μ. Μπαρτζώκα που κατοικούνταν από τους ίδιους εκτός του Κώστα που κατοικούσε στου Τζιαχάνη που δεν κάηκε
Του Ιωάννη Γ. Τώνια στο οποίο και κατοικούσε.
Των αδελφών Νικολάου, Δημητρίου, Παναγιώτη και Ιωάννη Μ. Παράσχο που κατοικούνταν από τους ίδιους εκτός του Παναγιώτη που κατοικούσε στο σπίτι των Αφών Κωνσταντίνου και Γεωργίου Σ. Κυδώνα το οποίο κάηκε και αυτό.
Του Αθανασίου Ν. Παράσχου στο οποίο κατοικούσε.
Του Κωνσταντίνου Σ. Παπαστεργίου στο οποίο και κατοικούσε.
Του Δημητρίου Π. Γιαννούλη που κατοικούνταν από τον ίδιο
Του Ιωάννη Α. Πατσίκα που κατοικούνταν από τον ίδιο
Οι παραπάνω οικογένειες είναι αυτές που καταστράφηκαν ολοσχερώς και μόνον οι ίδιοι γνωρίζουν πως επιβίωσαν εκείνον το δύσκολο χειμώνα του 1943 – 1944. Τα υπόλοιπα που ήταν εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους ή κατοικούνταν από άλλους χωριανούς μας ή από αντάρτες του ΕΛΑΣ, είναι τα παρακάνω.
Του Ζήση Κ. Χαλδούπη και του Ιωάννη Τσιάρα (Καραγιάννη) που κατοικούνταν από αντάρτες.
Του Πούλιου Α. Μπαρτζώκα που ήταν ακατοίκητο
Του Μιχάλη Α. Μπαρτζώκα που αναφέρω παραπάνω και ήταν ακατοίκητο
Του Νικολάου Α. Μπαρτζώκα ακατοίκητο
Του Κωνσταντίνου Ι. Σιλιάφη και του Γεωργίου Ν. Ντζιντζιόβα κατοικημένα από αντάρτες
Του Κωνσταντίνου Ι. Μπαρτζώκα κατοικούνταν από τον Ιωάννη Α. Κρεμμύδα
Του Νικολάου Ι. Μπαρτζώκα που κατοικούνταν από το Μιχάλη Α. Μπαρτζώκα
Του Στεργίου Δ. Μόζα ακατοίκητο.
Του Νικολάου Δ. Μόζα ακατοίκητο.
Του Στεργίου Κ. Μπέλλου που κατοικούνταν από το Σ. Μόζα που αναφέρω παραπάνω
Των αφών Κωνσταντίνου και Γεωργίου Σ. Κυδώνα που κατοικούνταν από τον Π. Παράσχο.
Όλα αυτά είναι του πέρα μαχαλά, από τον μεσαίο δεν κάηκε κανένα. Τέλος στον δώθε μαχαλά τον κεντρικό:
Των αφών Ζήση και Χρήστο Λόλα που κάηκε μερικώς και δεν κατοικούνταν
Του Νικολάου Γκάτσου (Ζάμπου) ακατοίκητο
Του Γεωργίου Ι. Παπαθωμά ακατοίκητο
Του Γεωργίου Δ. Τσιάρα ακατοίκητο
Του Νικολάου Μ. Μάρτου κατοικημένο από αντάρτες
Του Κωνσταντίνου και Αλέξιου Ν. Γκάτσου ακατοίκητο.
Του Αποστόλου Ν. Γκάτσου (Τότση) ακατοίκητο.
Του Ιωάννη Ν. Γκάτσου (Λιόνα) ακατοίκητο
Του Στεργίου Κ. Μπαρτζώκα (Ράφτη) ακατοίκητο, κολλητό με του Κ. Παπαστεργίου
Του Διαμαντή Γ. Καραγιώργου κατοικημένο από αντάρτες
Του Γεωργίου Ιωάννου Ρουκά ακατοίκητο

Όλα τα παραπάνω σπίτια που κάηκαν ξαναχτίστηκαν το 1945 – 1946, εκτός από των


Κυδώνα και Νικαλάου Α. Μπαρτζώκα.


Από το μεσαίο μαχαλά οι Γερμανοί δεν έκαψαν κανένα σπίτι αν και πέρασαν από εκεί.


Γρήγορη Ενημέρωση


Το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών 25/6/23 ....
περισσότερα

Στις 6 Αυγούστου ο ορεινός αγώνας στα Νάματα....
περισσότερα

Το αφιέρωμα από το agiotopia.gr της Ιεράς μονής Αγίας Παρασκευής
περισσότερα

Ηλεκτροδότηση στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής Ναμάτων από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας
περισσότερα

Μια νέα έκδοση από τις εκδόσεις "Ταξιδευτής" του συγχωριανού μας Δημήτρη Παράσχου. Η παρούσα μελέτη - έρευνα είναι αποτέλεσμα εικοσάχρο­νης και πλέον αναζήτησης για ένα θέμα που στις μέρες μας και μέσα στη δίνη της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να μην έχει καμία απολύτως πρακτική σημασία.
περισσότερα

Νέο βίντεο. Οδοιπορικό Ναμάτων 2020
περισσότερα

Βιβλιοπαρουσίαση
"Ναματιανές ντοπιολαλιές και δοξασίες στα Νάματα Βοΐου - Κοζάνης" στα πλαίσια των γιορτών Πέλεκον της Αναστασίας Παπαθωμά
περισσότερα